- ζῳαρίων
- ζῳάριονneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδόζωο — το ονομασία τών σκωληκοειδών ζωαρίων που μπορούν να ζήσουν παρασιτικά μέσα στον οργανισμό τού ανθρώπου και τών ζώων, το ενδοπαράσιτο … Dictionary of Greek
οφθαλμόζωο — και οφθαλμοζωάριο, το ονομασία παρασιτικών ζωαρίων τα οποία προσβάλλουν τους οφθαλμούς διαφόρων ζώων … Dictionary of Greek